- διαισθητικότητα
- η [διαισθητικός]1. η ιδιότητα τού διαισθητικού2. ικανότητα διαίσθησης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαισθητικότητα — η η ιδιότητα του διαισθητικού, η ικανότητα που έχει κάποιος να διαισθάνεται: Τον έσωσε η διαισθητικότητά του κι έτσι απόφυγε τον κίνδυνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)